Δυο λόγια για το κάθε μουσικό όργανο

 

κλασική κιθάρα

Κιθάρα

Έγχορδο της οικογένειας των νυκτών οργάνων. Η κιθάρα θεωρείται εξέλιξη της φόρμιγκας, λύρας. Στην αρχή είχε 3 χορδές και αργότερα 4. Η σύγχρονη κιθάρα ανήκει στην οικογένεια των λαουτοειδών οργάνων με επίπεδη πλάτη. Πέρασε στην Ισπανία μέσω των αράβων κι από κει σ' όλη την Ευρώπη. Έχει 6 χορδές που χορδίζονται ως εξής: μι, λα, ρε, σολ, σι, μι (καντίνι). Συναντώνται ωστόσο και παραλλαγές με περισσότερες χορδές.

ηλεκτρική κιθάρα

Κιθάρα ηλεκτρική

Είδος κιθάρας που χρησιμοποιεί ηλεκτρομαγνήτες για να μετατρέψει τον ηχητικό παλμό των ατσάλινων χορδών της σε ηλεκτρικό ρεύμα το οποίο μπορεί έπειτα να ενισχυθεί από ένα σύστημα ενισχυτή-ηχείου. Το σήμα που προέρχεται από την κιθάρα μπορεί κάποιες φορές να διαφοροποιηθεί με εφέ όπως το reverb ή να παραμορφωθεί.

πιάνο με ουρά

Πιάνο

Χορδόφωνο, κρουόμενο όργανο με πληκτρολόγιο. Τα πιάνα διακρίνονται σε όρθια, με ουρά, υδραυλικά, ηλεκτρικά κλπ. Το πιάνο έκανε την εμφάνισή του το 1710 κι από τότε έγινε το κατ' εξοχήν όργανο των συνθετών.

βιολί

Βιολί

Ένα Ευρωπαϊκό όργανο με δοξάρι και 4 χορδές. Είναι πιθανό ότι προέρχεται από τη "βιόλα" αλλά ίχνη του βρίσκονται και στη "lira da braccio". Αφού πέρασε από πολλές αλλαγές, κατά το 1480-1530 υπολογίζεται ότι απέκτησε σχήμα παρόμοιο με το σημερινό. Έχει 4 χορδές από έντερα ή μέταλλο (ή άλλα υλικά) και χορδίζεται: σολ, ρε, λα, μι (καντίνι).

μπουζούκι

Μπουζούκι

Ελληνικό λαουτόσχημο έγχορδο όργανο. Στην αρχική του μορφή είχε 3 ζεύγη χορδών (ρε, λα, ρε) απ' τις οποίες οι χορδές του χαμηλού ζεύγους (ρε) έχουν διαφορά μία οκτάβα. Το νεώτερο μπουζούκι που τροποποιήθηκε από το Μανώλη Χιώτη έχει 4 ζεύγη χορδών: ντο, φα, λα, ρε (καντίνι). Είναι το κατ' εξοχήν όργανο με το οποίο εκφράστηκαν οι ρεμπέτες και γενικότερα οι λαϊκοί μουσικοί στον Ελληνικό χώρο την περίοδο 1935-1975. Η καταγωγή του είναι αρχαία Ελληνική προερχόμενη από την "πανδουρίδα" (πανδούρα-θαμπούρα-ταμπουράς).

ντραμς

Ντραμς

Τα ντραμς είναι συνήθως μία συλλογή από τύμπανα, κύμβαλα (πιατίνια) ή και άλλα κρουστά όργανα διεταγμένα κατά έναν προτυποποιημένο τρόπο ώστε να μπορούν να παιχθούν από έναν απλό ντράμερ-τυμπανιστή. Ο ντράμερ χρησιμοποιεί μπακέτες, για να χτυπάει τα ντραμς και να προκαλεί δονήσεις στις μεμβράνες τους ώστε να παράγεται ο ήχος. Επίσης, χρησιμοποιείται ένα πεντάλι για το μπάσο τύμπανο (ή μπότα). Τέλος, και για το χάι-χατ χρησιμοποιείται ένα πεντάλι ώστε τα πιατίνια που το αποτελούν να ανοιγοκλείνουν μέσω μίας βάσης.

μπάσο

Μπάσο

Το ηλεκτρικό μπάσο, συχνά αποκαλούμενο απλά «μπάσο» είναι έγχορδο όργανο, που μοιάζει με την ηλεκτρική κιθάρα. Έχει παρόμοιο σχήμα και παρόμοια εξαρτήματα, μόνο που είναι μεγαλύτερο σε διαστάσεις, έχει πιο χοντρές χορδές και παράγει ήχους χαμηλότερης συχνότητας. Συνήθως έχει 4 χορδές που χορδίζονται Μι, Λα, Ρε, Σολ (καντίνι), όμως με την πάροδο του χρόνου κατασκευάστηκαν και όργανα με 5 ή 6 ή και περισσότερες χορδές, επεκτείνοντας με τον τρόπο αυτό τις ερμηνευτικές δυνατότητες του οργάνου. Στη μοντέρνα μουσική το μέρος του μπάσου στα μουσικά κομμάτια καλείται «μπασογραμμή». Υπάρχει επίσης και το «κοντραμπάσο» που είναι ακουστικό μουσικό όργανο και ανήκει στην οικογένεια του βιολιού.

σαξόφωνο

Σαξόφωνο

Χάλκινο πνευστό με κλειδιά και μονή γλωττίδα. Είναι μεταφερόμενο όργανο, γραμμένο στο κλειδί του σολ, κατασκευασμένο σε έξη μεγέθη και ηχητικό εύρος περίπου 3 οκτάβες. Σοπρανίνο ή πίκολο, σαξόφωνο σοπράνο, σαξόφωνο κοντράλτο, σαξόφωνο τενόρο, σαξόφωνο βαρύτονο, μπάσο σαξόφωνο.

τρομπέτα

Τρομπέτα

Πνευστό όργανο με κωνικό επιστόμιο. Αποτελείται από ένα αναδιπλωμένο κυλινδρικό σωλήνα ο οποίος καταλήγει σε χοάνη. Οι τρομπέτες διακρίνονται: α) σε φυσικές ή απλοί σωλήνες όπως π.χ. η στρατιωτική σάλπιγγα που παράγει μόνο αρμονικές, β) σε χρωματικές με κλειδιά και γ) σε χρωματικές με πιστόνια. Η τρομπέτα χρησιμοποιεί το κλειδί του σολ.

τρομπόνι

Τρομπόνι

Πνευστό όργανο με πλατύ επιστόμιο. Παλαιότερα είχε ένα σωλήνα που μπορούσε να μακρύνει ή κοντύνει με τη βοήθεια ενός κομματιού σε σχήμα U που σπρωχνόταν μέσα ή τραβιόταν έξω. Αυτός ο ολκός που κινείται κατά ημιτόνιο έχει επτά θέσεις, κάθε μια από τις οποίες στην πραγματικότητα φτιάχνει μια νέα κλίμακα και του οποίου οι αρμονικές πετυχαίνονται με παραλλαγές στην πίεση. Το τρομπόνι αυτό ονομάζεται "ατίρο". Μη μεταφερόμενο όργανο σε τέσσερα μεγέθη, από τα οποία το τενόρο χρησιμοποιείται περισσότερο. Το τενόρο και άλτο χρησιμοποιούν το κλειδί του ντο, ενώ το μπάσο και το κόντρα μπάσο το κλειδί του φα.

κλαρίνο

Κλαρινέτο ή κλαρίνο

Προέρχεται από την ελληνική λέξη κλάδος, κλαδί, κλαρί = ξύλο. Σε πολλά νεοελληνικά συγγράμματα αναφέρεται και ως ευθύαυλος. Κατατάσσεται στα ξύλινα πνευστά επειδή παλιά κατασκευαζόταν αποκλειστικά από ξύλο. Κατασκευάζεται σε διαφορετικά μεγέθη για να προσαρμόζεται σε διαφορετικές εκτάσεις: Μεγάλο σορπράνο, μικρό σορπράνο, άλτο ή βαρύτονο και μπάσο.

βιολοντσέλο

Βιολοντσέλο ή Τσέλο

Έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δοξάρι. Πρωτοεμφανίστηκε στα μέσα του 16ου αιώνα στην Ευρώπη και το αρχικό του όνομα ήταν "βιολοντσίνο". Έχει τέσσερις χορδές που χορδίζονται (από τα μπάσα προς τις ψηλές) ντο, σολ, ρε, λα.

λαούτο

Λαούτο

Νυκτό έγχορδο όργανο. Το όνομά του προέρχεται από το αραβικό άρθρο al (=το) και τη λέξη ud (=ξύλο / και al ud = το ξύλο). Ο παλαιότερος τύπος του οργάνου ήταν ένα χορδόφωνο πνευστό με δερμάτινο ηχείο. Οι άραβες αντικατέστησαν το δέρμα βάσει της ελληνικής βαρβύτου. Περνώντας όμως στη Δύση μέσω της κατάκτησης της Ισπανίας από τους άραβες, το λαούτο δυτικού τύπου (με τάστα) πήρε το Ισπανικό άρθρο la και μετονομάστηκε σε lauto.

λύρα

Λύρα

Έγχορδο όργανο το οποίο αποτελείται από ένα ηχείο από όστρακο χελώνας ή ξύλο και 4 ή λιγότερες χορδές από έντερα, δύο ανεξάρτητους βραχίονες κ.ά. Η λύρα εξελίχθηκε από τη φόρμιγκα. Κατά την ελληνική μυθολογία εφευρέτης του οργάνου θεωρείται ο θεός Ερμής, αλλά έγινε το κατ' εξοχήν όργανο που συνόδευε το θεό Απόλωνα. Στη νεότερη Ελλάδα η λύρα είναι ένα παραδοσιακό όργανο που συναντάται σε διάφορες περιοχές του Ελλαδικού χώρου. Τέτοιου είδους λύρες έχουμε: τη λύρα της Κρήτης, με διάφορες παραλλαγές, τη λύρα της Ρόδου, την ποντιακή λύρα (κεμετζές), τη λύρα της Καπαδοκίας (κεμάντζα) κλπ.

φλάουτο

Φλάουτο

Πνευστό όργανο με οπές. Είναι γνωστό από την αρχαία Ελλάδα με το όνομα "πλαγίαυλος". Σήμερα από παράδοση ανήκει στην οικογένεια των ξύλινων πνευστών και πέρασε πολλά στάδια εξέλιξης μέχρι τη σημερινή του μορφή με κλειδιά. Ο Μπεμ το μετέτρεψε σε μεταλλικό όργανο με τάπες, κάνοντας ολόκληρη οικογένεια όπως: σοπράνο, άλτο, τενόρο και μπάσο.

φλογέρα

Φλογέρα ή φλάουτο με ράμφος

Πνευστό όργανο της περιόδου του μεσαίωνα. Έχει 9 οπές και υπήρχαν κατά καιρούς διάφορα σχήματα και πολλές ποικιλίες. Ιδανικό για να ξεκινήσουν τα παιδιά να παίζουν μουσική.

ακορντεόν

Ακορντεόν

Αερόφωνο όργανο με ελεύθερες γλωττίδες. Εμφανίστηκε το 1829 από τον επινοητή του Cyrill Demian στη Βιέννη. Ένα προνόμιο ευρεσιτεχνίας είχε δοθεί το 1822 στον Friedrich Buwchmann στο Βερολίνο με ένα παρόμοιο τύπο. Το ακορντεόν αποτελείται από τρία βασικά μέρη: α) το φυσερό στερεωμένο ανάμεσα από δύο τελάρα (συνήθως ξύλινα) που συγκρατούν σειρές γλωττίδων. Σ' αυτές περνά αέρας μέσω βαλβίδων που ονομάζονται τάπες. Παλαιότερα αυτές ελέγχονταν από μια σειρά πλήκτρων όπου ο εκτελεστής πίεζε με τα δάκτυλά του, αργότερα όμως αυτός ο μηχανισμός αντικαταστάθηκε με β) το πληκτροφόρο, γ) τα μπάσα.

μπαγλαμάς

Μπαγλαμάς

Έγχορδο λαουτόσχημο όργανο της οικογένειας των ταμπουράδων. Μοιάζει με μπουζούκι μικρών διαστάσεων. Έχει τρεις διπλές χορδές ρε-λα-ρε, εκ των οποίων η χαμηλότερη χορδίζεται με την ζευγμένη της κατά μια οκτάβα χαμηλότερα.

τζουράς

Τζουράς

Έγχορδο λαουτόσχημο όργανο της οικογένειας των ταμπουράδων. Μοιάζει με μπουζούκι, όπου το μπράτσο έχει περίπου τις ίδιες διαστάσεις, ενώ το ηχείο είναι μικρότερο. Έχει τρεις ή τέσσερις διπλές χορδές, όπως ακριβώς και το μπουζούκι.

τουμπελέκι

Τουμπελέκι

Παραδοσιακό μεμβρανόφωνο όργανο. Έχει καλυμμένη τη μία μόνο πλευρά και συνήθως παίζεται με τα χέρια.

φυσαρμόνικα

Φυσαρμόνικα

Πνευστό λαιμόφωνο όργανο το οποίο παράγει ήχο με την άμεση επαφή των χειλιών του παίκτη.

μαντολίνο

Μαντολίνο

Μικτό έγχορδο λαουτόσχημο όργανο. Έκανε την εμφάνισή του στις αρχές του 17ου αιώνα. Αποτελείται από 4 ζεύγη χορδών και χορδίζεται όπως και το βιολί: σολ, ρε, λα, μι (καντίνι)

ταμπουράς

Ταμπουράς

Έγχορδο λαουτόσχημο όργανο με μακρύ βραχίονα και 3-4 διπλές χορδές ρε, ντο, λα. Οι Τούρκοι το ονόμαζαν ταμπούρ και μπαλ καμπάκ. Στη Χίο ονομάζεται αγγαθίτης. Προέρχεται από την αρχαία Ελληνική "πανδουρίδα" και πήρε τη σημερινή του μορφή στα χρόνια του βυζαντίου.

κόρνο

Κόρνο

Η ονομασία του βγαίνει από την Αγγλική λέξη horn=κέρας, κέρατο. Είναι χάλκινο πνευστό με επιστόμιο. Προέρχεται από το αρχαίο κέρας εξελισσόμενο κατά περιόδους. Είναι τρανσπορταρισμένο όργανο. Τα κόρνα στην εποχή του Μπετόβεν ήταν φυσικά, αργότερα με την προσθήκη των κλειδιών έκαναν την εμφάνισή τους διάφορες τονικότητες από τις οποίες η πιο διαδεδομένη ήταν η μιb. Τα σύγχρονα κόρνα με πιστόνια είναι σε φα, με επιπρόσθετο έμβολο που δίνει τη δυνατότητα να μετατραπεί σε σιb.

τούμπα

Τούμπα

Χάλκινο πνευστό με ισχυρούς και βαρείς ήχους. Είναι η βάση της οικογένειας των χάλκινων το οποίο αντικατέστησε τον "οφεικλή" και το "μπομπαρντόν". Ο Wagner χρησιμοποίησε ένα βαρύτερο όργανο αυτού του τύπου που το ονόμασε "contrabass-tuba".

 

Copyright © 2024 Ελεύθερο Ωδείο